ἀναχαλκεύω
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
English (LSJ)
forge anew, τὰς πύλας Ps.-Callisth.3.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαλκεύω: χαλκεύω ἐκ νέου, κατεργάζομαι ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, ἀνακαινίζω, ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ.
Spanish (DGE)
1 refundir ἀνδριάντα Chrys.M.62.351.
2 fig. restablecer, renovar ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.69.1228B
•fig. devolver la vida, resusucitar Cosm.Ind.Top.3.18.
Greek Monolingual
(AM ἀναχαλκεύω)
(για μέταλλα) χαλκεύω, κατεργάζομαι πάλι
μσν.
ανακαινίζω, ανανεώνω.