ἑανηφόρος
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
ον, (ἑᾰνός, ὁ) wearing a thin robe, Ἠώς Antim.84.
German (Pape)
[Seite 697] ein seines Gewand tragend; ἠώς Antimach. bei Hesych.
Spanish (DGE)
-ον
de vestido brillante, delicado, sutil ἠώς Antim.117.
Greek Monolingual
ἐανηφόρος, -ον (Α)
φρ. «ἐανηφόρος Ἠώς» — η Αυγή με το λεπτό, λαμπερό πέπλο.