ζυγείς
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγείς: μετοχ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ ζεύγνυμι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ζῠγείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγείς ptc. aor. pass. van ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγείς: part. aor. 2 pass. к ζεύγνυμι.