κολοκύντιον

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 1474] τό, dim. zum Vorigen, Phryn. com. bei Ath. II, 59 d.

Greek (Liddell-Scott)

κολοκύντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κολοκύντη, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de κολόκυντα, κολοκύντη.

Greek Monolingual

κολοκύντιον, τὸ (AM)
βλ. κολοκύθι.