κυανόπρῳρος

Revision as of 02:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρᾰ, B.16.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.

English (Autenrieth)

and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): dark-prowed, dark-bowed, epithet of ships.

Greek Monotonic

κυᾰνόπρῳρος: -ον (πρῷρα), με μελανή μπλε πλώρη, μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνόπρῳρος: с темной носовой частью (ναῦς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανόπρῳρος -ον [κύανος. πρῴρα] met donkere voorsteven.

Middle Liddell

κυᾰνό-πρῳρος, ον πρῷρα
with dark-blue prow, dark-prowed, of ships, Hom.