κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
λᾶμα: Δωρ. ἀντὶ λῆμα, Ἀνθ. Π. 6. 50.
dor. c. λῆμα.
λᾶμα: τό дор. Anth. = λῆμα.