προσυνοικέω

Revision as of 16:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

cohabit or live as wife with before, τινι Hdt.3.88, Plu.Demetr.14.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.

Greek (Liddell-Scott)

προσυνοικέω: συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς σύζυγος μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 habiter auparavant avec, τινι;
2 habiter en outre avec, τινι.
Étymologie: πρό, συνοικέω.

Greek Monotonic

προσυνοικέω: συζώ με κάποιον από πριν, τινί, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-συνοικέω eerder getrouwd zijn met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσυνοικέω: атт. προσξυνοικέω
1) селиться вместе или рядом (τινι Thuc.);
2) ранее состоять в браке, быть прежде женою (τινι Her., Plut.).

Middle Liddell

to cohabit with before, τινί Hdt.