φερέδειπνος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

German (Pape)

[Seite 1261] ein Mahl, einen Schmaus bringend, gebend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

φερέδειπνος: -ον, ὁ φέρων ἢ παρέχων δεῖπνον ἢ εὐωχίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 23· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. ὡς κύριον ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne litt. qui porte à souper.
Étymologie: φέρω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που παραθέτει δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό-δειπνος, φιλό-δειπνος].