φωνασκός
English (LSJ)
ὁ (also ἡ, Sor. 1.22, 2.7), one who trains the voice, teacher of singing and declamation, IGRom.4.1432.22 (Smyrna), Arr.Epict.1.4.20, Vett.Val.7.28, Alex. Aphr.Pr.1.119; Lat. phonascus, Suet.Aug.84, Quint.Inst.11.3.19.
German (Pape)
[Seite 1322] ὁ, der seine eigene od. Anderer Stimme übt, Lehrmeister des Gesanges u. der Deklamation, Arrian. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φωνασκός: ὁ, ὁ ἀσκῶν τὴν φωνήν, διδάσκαλος τῆς ᾠδικῆς ἢ τῆς ἀπαγγελίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 1. 4, 20· Λατ. phonascus, Sueton. August. 84, Quintil 11. 3, 19.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
maître de chant ou de déclamation litt. celui qui exerce la voix.
Étymologie: φωνή, ἀσκέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φωνασκός, ἡ, Α
νεοελλ.
αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας
μσν.-αρχ.
δάσκαλος της ωδικής και της απαγγελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του φωνασκῶ].
Greek Monotonic
φωνασκός: ὁ (ἀσκέω), αυτός που εξασκεί τη φωνή, δάσκαλος μουσικής, δάσκαλος απαγγελίας, Sueton. August.
Middle Liddell
φων-ασκός, οῦ, ὁ, ἀσκέω
one who exercises the voice, a singing-master, declaiming-master, Sueton.