ἀμπεπαλών
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
ἀμπεπαλών: ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
part. ao.2 épq. de ἀναπάλλω.
see ἀναπάλλω.
ἀμπεπαλών: Επικ. αντί ἀναπεπαλών, αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.
ἀμπεπαλών: эп. part. aor. 2 к ἀναπάλλω.