Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
Menander, Monostichoi, 468Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχάριτος: -ον, ὁ, = ἐπίχαρις, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐπίχαρις;
Cp. ἐπιχαριτώτερος, Sp. ἐπιχαριτώτατος.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχάριτος: (только в compar. и superl.) Xen. = ἐπίχαρις.