ἐπιχάριτος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐπίχαρις;
Cp. ἐπιχαριτώτερος, Sp. ἐπιχαριτώτατος.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχάριτος: -ον, ὁ, = ἐπίχαρις, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχάριτος: (только в compar. и superl.) Xen. = ἐπίχαρις.