ὀλόμην
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ὄλοντο, v. ὄλλυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόμην: ὄλοντο, ἴδε ἐν λέξ. ὄλλυμι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Moy. épq. de ὄλλυμι.
English (Autenrieth)
see ὄλλῦμι.
Greek Monotonic
ὀλόμην: ὄλοντο, αʹ ενικ. και γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὀλόμην: эп. aor. 2 med. к ὄλλυμι.