κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Source
French (Bailly abrégé)
pl. ion. de γέρας.
Greek (Liddell-Scott)
γέρεα: Ἰων. ὀνομ. πληθ. τοῦ γέρας, Ἡρόδ.
Greek Monotonic
γέρεα: Ιων. ονομ. πληθ. του γέρας.
Russian (Dvoretsky)
γέρεα: ион. pl. к γέρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέρεα plur., zie γέρας.