βιβλιοφόρος

From LSJ
Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.

Greek Monolingual

βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)
ο γραμματοκομιστής.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοφόρος: v. l. βιβλιαφόρος ὁ письмоносец или гонец Polyb.