διαχρίω
English (LSJ)
[ῑ], smear all over, Hp.Fist.3,9, Gp.6.9.1; τινί with a thing, Arist.HA623b30.
Spanish (DGE)
untar, embadurnar, ungir τούτῳ ... τὸ ἔδαφος διαχρίουσι (αἱ μέλιτται) Arist.HA 623b30, οἱ (θαυματοποιοί) ... πληγαῖς ἀστίκτοις τὰ σώματα διαχρίουσι los ilusionistas manchan los cuerpos con heridas que no dejan marca Const.Diac.Laud.M.88.508C, en v. pas. ἀσφάλτῳ διακεχρισμένη ὕλη I.BI 5.469, cf. Gr.Nyss.V.Mos.7.11, ἡ ... κόπρος αὐτοῦ διαχριομένη ἀλφοὺς ἰᾶται Cyran.3.29.6
•frec. medic. (βάλανον) ... γῇ διαχρίσας σμηκτρίδι Hp.Fist.3, c. ac. de pers. συναγχικούς Gal.12.122, frec. c. ac. de partes del cuerpo τὸ στόμα Hp.Steril.235, cf. Haem.9, Apollon. en Gal.12.979, Heraclid.207, Crit.Hist. en Gal.12.660, Archig. en Gal.12.862, Sor.46.7, Hippiatr.61.1, en v. pas. Gal.12.250, cf. Dsc.2.78.3
•tb. frec. c. ac. de la materia empleada μίλτον μίξας ὁμοῦ μέλιτι διαχριέτω Hp.Fist.9, cf. Androm. en Gal.12.991, Asclep. en Gal.12.995, χαλκάνθην Apollon. en Gal.12.1000, en v. pas. χηνὸς στέαρ ... διαχρίεσθαι Hp.Mul.1.90, cf. Apollon. en Gal.12.687, abs. Chrys.M.58.779
•empegar, embadurnar con pez τοὺς πίθους Gp.6.9.1.
German (Pape)
[Seite 614] (s. χρίω), bestreichen, besalben; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 40.
Greek (Liddell-Scott)
διαχρίω: [ῑ], ἀλείφω ἐντελῶς, Ἱππ. 889F· τινί, διά τινος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 6.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
αλείφω σ' όλη την έκταση με αλοιφή, πασσαλείβω.
Russian (Dvoretsky)
διαχρίω: обмазывать (τί τινι Arph.).