δυσκράτητος

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκράτητος Medium diacritics: δυσκράτητος Low diacritics: δυσκράτητος Capitals: ΔΥΣΚΡΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskrátētos Transliteration B: dyskratētos Transliteration C: dyskratitos Beta Code: duskra/thtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.

Greek Monolingual

δυσκράτητος, -ον (Α)
1. δυσκολονίκητος
2. δυσκολοκυβέρνητος
3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

δυσκράτητος: с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.