συκοφαντώδης
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ες,= συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.
German (Pape)
[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντώδης: имеющий сикофантский характер (κρίσεις Diod.).