συνδιηθέομαι
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
Pass., to be filtered through together, Pl.Ti.66e, Gal.17(1).836.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιηθέομαι: Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden.
Russian (Dvoretsky)
συνδιηθέομαι: вместе процеживаться, просачиваться, проникать (ὀσμὴ συνδιηθεῖται Plat.).