ἀμπερές
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
German (Pape)
[Seite 129] Hom. Iliad. 11, 377. 17, 309 Od. 21, 422 διὰ δ' ἀμπ., Tmesis für διαμπερές; – ἀμπερέως em. Mein. in Philyll. com. bei Poll. 10, 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπερές: ἀμπερέως, ἴδε ἐν λ. διαμπερές.
English (Autenrieth)
always διὰ δ' ἀμπερές, see διαμπερές.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπερές: только в выраж. διὰ δ᾽ ἀ. = διαμπερές I Hom.