ἁμερόκοιτος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
Doric for ἡμερόκοιτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
Greek Monotonic
ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.
Russian (Dvoretsky)
ἁμερόκοιτος: (α) дор. Eur. = ἡμερόκοιτος.