κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
3ᵉ sg. impér. ao. de ἐπόρνυμι.
ἔπορσον: ἴδε ἐπόρνυμι.
ἔπορσον: προστ. αορ. αʹ του ἐπόρνυμι.
ἔπορσον: эп. 2 л. sing. imper. aor. к ἐπόρνυμι.