δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ao. de πήγνυμι.
ἔπηξα: ἴδε πήγνυμι.
see πήγνῦμι.
ἔπηξα: αόρ. αʹ του πήγνυμι.
ἔπηξα: aor. 1 к πήγνυμι.