γενειόλης
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Full diacritics: γενειόλης | Medium diacritics: γενειόλης | Low diacritics: γενειόλης | Capitals: ΓΕΝΕΙΟΛΗΣ |
Transliteration A: geneiólēs | Transliteration B: geneiolēs | Transliteration C: geneiolis | Beta Code: geneio/lhs |
ου, ὁ, = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.
γενειόλης: ὁ, πιθ. = γενειάτης, Ἡρῳδ. παρ΄ Εὐσταθ. 1684, πρβλ. μαινόλης, σκωπτόλης, ὀπυιόλης, φαινόλης.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 233.
-ου, ὁ barbado epít. de Hermes, Call.Fr.199.1.