γλωσσαλγέω
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
or (by dissimilation) γλωσσαργέω, talk till one's tongue aches, Poll.4.185.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσαλγέω: ἢ -αργέω, ἀλγῶ τὴν γλῶσσαν, Πολυδ. Δ΄, 185. 2) ὁμιλῶ τόσον πολὺ ὥστε ἡ γλῶσσά μου νὰ πονῇ, Ναζιανζ. 2, 313β (Migne).
Spanish (DGE)
1 hablar hasta que le duela a uno la lengua Poll.4.185, Basil.M.29.304B.
2 tener una lengua morbosa, blasfemar αἱρετικοὶ γλωσσαλγείτωσαν Gr.Naz.M.36.313B.