διασκαίρω
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
bound through, dart along, A.R.1.574.
German (Pape)
[Seite 601] durchhüpfen, ὑγρὰ κέλευθα, von Fischen, Ap. Rh. 1, 574.
Greek (Liddell-Scott)
διασκαίρω: πηδῶ, σκιρτῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ὡς οἱ ἰχθύες, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 574.
Spanish (DGE)
1 recorrer saltando ὑγρὰ κέλευθα A.R.1.574.
2 intr. brincar de un lado para otro, retozar διέσκαιρον ὑμνοῦντες ref. al pasaje bíblico de los tres jóvenes en el horno, Ps.Caes.146.35.