ἀγροικικός
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ή, όν, rustic, Cephalio 6, Ath.11.477a, Sch. Nic.Th.78; ἀνδράποδα Just.Nov.7.6. Adv. -κῶς Alciphr.3.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροικικός: -ή, -όν, ἀγροτικός, χωρικός, ἄξεστος, Ἀθήν. 477 Α. -Ἐπίρρ. -κῶς, Φιλόστρ. 198, κτλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 rural χώρα Cephalio 5, σύνοδος Neoptol. en Ath.477a, cf. COrd.Ptol.76.20 (I a.C.), Sch.Nic.Th.78b, πράγματα POxy.2239.12, 16 (VI d.C.), ἀνδράποδα Iust.Nou.7.6
•subst. en dat. plu., como n. de una máquina hidráulica μηχανὴν καλουμένην Ἀγροικικοῖς máquina llamada «(la ayuda) para los campesinos», POxy.1900.13 (VI d.C.).
2 adv. -ῶς de manera rústica Alciphr.3.34.2.