ἀντίπονον
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
τό, return for labour, wages, Iamb. VP5.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπονον: τό, ἀμοιβὴ διὰ τὸν κόπον, μισθός, Ἰάμβλ. βίος Πυθ. 22 (ἄλλη γραφὴ -ποινον).
Spanish (DGE)
-ου, τό
pago por el trabajo μισθὸν καὶ ἀντίπονον παρεῖχε τῷ νεανίᾳ τριώβολον Iambl.VP 22.