ἀντοχεύς
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
πόρπαξ ἀσπίδος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 265] ὁ, Handhabe, wie ἀντιλαβεύς, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοχεύς: έως, ὁ, «ἀντιλαβεὺς» Ἡσύχ. - «πόρπαξ ἀσπίδος», ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ asa o abrazadera de un escudo, Hsch.