ἀποδιωκτέος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
α, ον, to be driven away, Hdn. Epim. 165.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιωκτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, Ἡρωδιαν. Ἐπιμερισμ. 165. 2) ἀποδιωκτέον, δεῖ ἀποδιώκειν, Λιβάν. 4. 853.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser alejado Hdn.Epim.165.
2 neutr. impers. hay que alejar κύνας Lib.Fab.1.1.