ἀρτοστροφέω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
turn bread, as in baking, Ar.Fr.748.
German (Pape)
[Seite 363] das Brot wenden, Ar. bei Poll. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοστροφέω: στρέφω τὸν ἄρτον ὅταν ὀπτᾶται, Πολυδ. Ζ΄, 22 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 587).
Spanish (DGE)
dar vuelta al pan, amasar Ar.Fr.782.