ἀποικιστέον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
one must send away, Paul.Aeg.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις ν’ ἀπομακρύνῃ τι, νὰ πέμψῃ ἀυτὸ μακράν, πόρρω τῆς ἀληθείας ἀποικιστέον Κλήμ. Ἀλ. 233.
Spanish (DGE)
hay que expulsar αὐτούς Paul.Aeg.4.1.8.