ἀπείρως
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
French (Bailly abrégé)
adv.
sans expérience, sans connaissance de, gén..
Étymologie: ἄπειρος¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείρως: не имея опыта, не зная (πρός τι Xen. и περί τινος Isocr.): ἀ. ἔχειν τινός Her., Plut. быть совершенно незнакомым с чем-л.