Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυρώ

From LSJ
Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

ξυρῶ, -έω και -άω (Α) ξυρόν
1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ.
β. «σὺ δ' εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.)
2. μέσ. ξυρῶμαι, -άομαι
ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι
3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»
(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ βαθιά (Σοφ.)
β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῖς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη επιχείρηση.