τειχοσεισμοποιός
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Spanish
causante de seísmos que destruyen murallas
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμό στο τείχος, σεισμό τόσο ισχυρό ώστε να γκρεμίζει τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σεισμοποιός].