τειχοσεισμοποιός

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Spanish

causante de seísmos que destruyen murallas

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμό στο τείχος, σεισμό τόσο ισχυρό ώστε να γκρεμίζει τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σεισμοποιός].

Léxico de magia

-όν causante de seísmos que destruyen murallas de Tifón κραταιὲ Τυφῶν, ... πετρεντινάκτα, τειχοσεισμοποιέ, κοχλαζοκύμων poderoso Tifón, golpeador de rocas, causante de seísmos que destruyen murallas, que agitas las olas P IV 183