οἰστροπλάνεια

From LSJ
Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροπλάνεια Medium diacritics: οἰστροπλάνεια Low diacritics: οιστροπλάνεια Capitals: ΟΙΣΤΡΟΠΛΑΝΕΙΑ
Transliteration A: oistropláneia Transliteration B: oistroplaneia Transliteration C: oistroplaneia Beta Code: oi)stropla/neia

English (LSJ)

[πλᾰ], ἡ, causing the wanderings of madness, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2868.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλάνεια: ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδ. ὑπὸ Miller ἐν Mél. de litter gr. σ. 455.

Spanish

que empuja a la locura

Greek Monolingual

οἰστροπλάνεια, ἡ (Α)
(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλανῶμαι].