γερόντιον

Revision as of 10:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

τό, Dim. of γέρων, A little old man, Hp.Ep.13, Ar.Ach.993, X.An.6.3.22, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3. II the Carthaginian Senate, Plb.6.51.2 (v.l. γεροντικόν).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 vejete, viejo Ar.Ach.993, Eq.42, X.An.6.3.22, Hp.Ep.13, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3.
2 el Senado cartaginés, Plb.6.51.2.

German (Pape)

[Seite 486] τό, dim. von γέρων, altes Männchen, Ar. Ach. 947; Equ. 42; Eubul. Ath. XV, 685 e u. A.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit vieillard.
Étymologie: γέρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γερόντιον -ου, τό γέρων oud mannetje.

Russian (Dvoretsky)

γερόντιον: τό
1) старичок Arph., Plut.;
2) совет старейшин (Polyb. - v.l. γεροντικόν).

Greek (Liddell-Scott)

γερόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γέρων, «γεροντάκι» ἢ «γεροντάκος», μικρὸς γέρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 993, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22. ΙΙ. τῶν Καρχηδονίων ἡ γερουσία, Πολύβ. 6. 51, 2, μετὰ καὶ ἄλλης πιθανωτ. γραφῆς γεροντικόν.

Greek Monotonic

γερόντιον: τό, υποκορ. του γέρων, γεροντάκος, γεροντάκι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

[Dim. of γέρων
a little old man, Ar., Xen.