ανακεφαλαίωση
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Greek Monolingual
η (Α ἀνακεφαλαίωσις) ἀνακεφαλαιοῦμαι, σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη
νεοελλ.
ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός του νέου ποσού.