ἠριεργής
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
ὁ, (ἠρίον) gravedigger, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, der Gräber macht, auch τυμβώρυχος erkl., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἠριεργής: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος, σκάπτων ἠρία, τάφους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἠριεργής, ό (Α)
αυτός που σκάβει τάφους.