σομφώδης

Revision as of 11:00, 6 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ες, of spongy, porous nature, Thphr.HP9.14.1: Comp., Pall. in Hp.Fract.12.283 Chart.

German (Pape)

[Seite 913] ες, von schwammiger, lockerer, weicher Art, etwas schwammig, Hesych. u. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σομφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ σπογγώδης, πορώδης τὴν φύσιν, «αἱ χαυνότεραι τῶν αἰγιαλῶν» Ἡσύχ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σομφός
αυτός που έχει την ιδιότητα του σομφού, σπογγώδης, πορώδης.

Translations

spongy

Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: spongieux; German: schwammartig, schwammig; Ancient Greek: ἀρβόν, ἔνσομφος, ἐπίκοιλος, σηραγγῶδες, σηραγγώδης, σιφλός, σομφός, σομφῶδες, σομφώδης, σπογγοειδής, σπογγώδης, φολλικῶδες, φολλικώδης, χαῦνος; Hungarian: szivacsos; Italian: spugnoso; Latin: spongiosus; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: губчатый; Spanish: fofo, esponjoso; Tagalog: muyag, langkal