ἔνσομφος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
English (LSJ)
ἔνσομφον, spongy, οἴδημα [Gal.]14.384.
Spanish (DGE)
-ον esponjoso οἴδημα λευκὸν Gal.14.384.
Greek Monolingual
ἔνσομφος, -ον (Α) σομφός
σπογγώδης.
Translations
spongy
Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: spongieux; German: schwammartig, schwammig; Ancient Greek: ἀρβόν, ἔνσομφος, ἐπίκοιλος, σηραγγῶδες, σηραγγώδης, σιφλός, σομφός, σομφῶδες, σομφώδης, σπογγοειδής, σπογγώδης, φολλικῶδες, φολλικώδης, χαῦνος; Hungarian: szivacsos; Italian: spugnoso; Latin: spongiosus; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: губчатый; Spanish: fofo, esponjoso; Tagalog: muyag, langkal