Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
κέμφος ή κέμπος, ὁ (Α)(εσφ. γρφ. αντί κέπφος) μικρό θαλάσσιο πτηνό.