νοσίζω
From LSJ
Full diacritics: νοσίζω | Medium diacritics: νοσίζω | Low diacritics: νοσίζω | Capitals: ΝΟΣΙΖΩ |
Transliteration A: nosízō | Transliteration B: nosizō | Transliteration C: nosizo | Beta Code: nosi/zw |
make sick, Arist.Pr.859a15.
νοσίζω: делать больным Arst.
νοσίζω: κάμνω τινὰ ἀσθενῆ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 3, 2· ἴδε ἐν λέξ. νοσάζω.
νοσίζω (Α) νόσος
καθιστώ ασθενή κάποιον, προξενώ αρρώστια σε κάποιον.