ἀειδία
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ἡ, (ἀειδής 2) deformity, J.BJ7.5.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ deformidad Basil.M.30.704D, Aët.11.33, Sud.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειδία: ἡ (ἀειδής ΙΙΙ) = ἀμορφία, δυσμορφία· Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 5. 5.