βλήχημα
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ατος, τό, = βληχή, Hsch. (pl.): sg., = μωρός, προβατώδης, Id.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
balido βδάλλων βληχήματα M.Ant.10.23
•fig. πείθειν ... διὰ τῶν βληχημάτων (τοῦ Κριανοῦ) convencerte por los balidos (de Aries) irón. sobre la superstición astrol., Basil.M.29.132A, cf. Hsch.
•mugido ἀπέβαλον βληχήματα βοῦς Iul.Ar.32.19.
Greek (Liddell-Scott)
βλήχημα: τό, = βληχή, Ἡσύχ., Βασίλ.