ἀκώπητος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, not having oars; unequipped, AB 373, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 de naves desprovisto de remos, no equipado, Hsch., AB 373.
2 de pers. que no lleva arma, desarmado Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκώπητος: -ον, ὁ μὴ ἔχων κώπας: ὁ μὴ παρεσκευασμένος, «ἀπαράσκευον, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν νεῶν τῶν μὴ ἐχουσὼν κώπας μηδὲ τὰ πρὸς τὸν πλοῦν εὐτρεπισμένα», Α. Β. 373, Ἡσύχ.