κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
πυρρᾰλίς: ἴδε πυραλίς.
-ίδος, ἡ, Αβλ. πυραλίς.
πυρραλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Arst. = πυραλίς.