τριβελής
English (LSJ)
ές, three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].