ἔγκιρρος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, pale-yellow, Dsc.1.13.
Spanish (DGE)
-ον
flavo, anaranjado, amarillento (κασσία) Dsc.1.13, cf. Orib.11.κ.7, α.16, ἔχον ἔγκιρρον τὴν πελιδνότητα del χάλκανθος Sch.Nic.Th.257b.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκιρρος: -ον, ὠχρός, Διοσκ. 1. 12.